Ο Ρομπ Σινκλέρ είναι ο συγγραφέας της εξαιρετικά επιτυχημένης σειράς μυθιστορημάτων Ο Εχθρός, με ήρωα τον Καρλ Λόγκαν, καθώς και της σειράς κατασκοπικών θρίλερ με κεντρικό χαρακτήρα τον Τζέιμς Ράικερ. Οι πωλήσεις των βιβλίων του ξεπερνούν ήδη τα πεντακόσιες χιλιάδες αντίτυπα. Πολλοί κριτικοί έχουν χαρακτηρίσει το έργο του ισάξιο με αυτό κορυφαίων συγγραφέων του είδους, συ-μπεριλαμβανομένων των Λη Τσάιλντ και Βινς Φλιν.
Το Χορεύοντας με τον Εχθρό είναι το πρώτο βιβλίο της σειράς Ο Εχθρός και παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε τις πρώτες σελίδες της καθηλωτικής αυτής περιπέτειας.
Πρόλογος
Λένε ότι πριν πεθάνεις όλη σου η ζωή περνά μπροστά από τα μάτια σου. Αλλά κανείς δεν μπορεί να ξέρει με σιγουριά τι συμβαίνει εκείνες τις στιγμές πριν από το θάνατο. Αν δεις τη ζωή σου να περνά μπροστά από τα μάτια σου, αυτό σημαίνει πως δεν έχεις ελπίδα; Και αν δεν τη δεις, σημαίνει ότι θα είσαι εντάξει;
Ο Καρλ Λόγκαν δεν ήξερε. Πέντε μήνες πριν, τη μέρα που σχεδόν πέθανε, δε φάνηκε κανένα λαμπερό φως να τον καλεί, δεν πέρασαν από το μυαλό του εικόνες από την παιδική του ηλικία. Υπήρχε μόνο πόνος και αγωνία.
Ο Λόγκαν είχε βγάλει την τελευταία του ανάσα. Ο εγκέφαλός του είχε παραδοθεί. Το σώμα του, το ίδιο. Δε θα έπρεπε να είναι ζωντανός. Αλλά αφού η καρδιά χτύπησε για τελευταία φορά, με¬τά χτύπησε άλλη μία. Και μετά άλλη μία.
Και συνέχισε να χτυπάει.
Δεν είχε έρθει η ώρα του να φύγει.
Αλλά δεν είχε σωθεί. Ούτε κατά διάνοια.
Κεφάλαιο 1
3 Οκτωβρίου
Ίσως η ψυχολόγος είχε δίκιο. Ίσως ήταν εθισμένος. Ποιος άλλος θα έβαζε τον εαυτό του σε τέτοιες θέσεις ηθελημένα; Εν γνώσει του;
Κρατούσε το χέρι του άντρα στριμμένο. Ήταν μια κλασική λαβή υποταγής. Η ευκολία της εφαρμογής της, και το γεγονός ότι μπορούσε να γίνει σε όρθια θέση, σήμαινε ότι την προτιμούσαν οι μπράβοι και οι εκπρόσωποι του νόμου σε όλο τον κόσμο. Ο Λόγκαν δεν ανήκε σε κανένα από αυτά τα επαγγέλματα, αλλά είχε ανακα¬λύψει ότι ήταν μια κίνηση που εξυπηρετούσε πολλούς σκοπούς.
Τράβηξε τον καρπό του άντρα ακόμα πιο πάνω, προς τον ώμο του, νιώθοντας την αντίσταση, καθώς η άρθρωση του ώμου πιέστηκε στα όριά της. Ο άντρας άφησε ένα ουρλιαχτό, καθώς το αποτέλεσμα γινόταν αναπόφευκτο. Οι φίλοι του, μόλις τέσσερα μέτρα μπροστά από τον Λόγκαν, στην άλλη άκρη του μπαρ, συνέχισαν να κοιτάζουν, σχηματίζοντας ένα φυσικό φράγμα ανάμεσα στον Λόγκαν και εκεί που ήθελε να πάει στην έξοδο.
«Φύγετε από τη μέση. Τώρα», είπε ο Λόγκαν. «Μη φανταστείτε ούτε για μια στιγμή πως δε θα το κάνω».
Παρά την απειλή, οι τρεις φίλοι του άντρα έμειναν ακίνητοι. Δεν επρόκειτο να υποχωρήσουν. Αλλά ούτε φαίνονταν έτοιμοι να κάνουν κάποια κίνηση. Προς το παρόν ήταν ισοπαλία.
Καμία πλευρά δεν ήθελε να πάει την κατάσταση σε άλλο επίπεδο.
Ακόμα.
Ο Λόγκαν τους παρατήρησε, έναν προς έναν. Δε θα τους έλεγε ακριβώς επαρχιώτες χωριάταρους. Πιθανότατα, ήταν μέσοι εργαζόμενοι τύποι, που ξέδιναν το Σαββατοκύριακο· παρ’ όλα αυτά, ήταν τύποι φουσκωμένοι από στεροειδή και υπερβολικές άρσεις βαρών, και γεμάτοι αλκοόλ και ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Όλοι ήταν σωματώδεις και απειλητικοί. Και, κρίνοντας από την ασήμαντη αφορμή που είχε ξεκινήσει αυτό, απόψε πήγαιναν γυρεύοντας για καβγά.
Και για κανένα λογικό λόγο, πέρα από το ότι ήταν αυτός που ήταν, ο Λόγκαν ήταν πρόθυμος να πραγματοποιήσει την επιθυμία τους. Δεν ήταν ο πιο ψηλός ή ο πιο δυνατός τύπος στον κόσμο, αλλά ήξερε πώς να χειριστεί τέτοιες καταστάσεις. Παρά την αριθμητική υπεροχή τους, πίστευε ακόμα πως μπορούσε να καταφέρει αυτή την παρέα.
«Σας προειδοποίησα», είπε ο Λόγκαν.
Τράβηξε τον καρπό του άντρα ακόμα πιο πάνω, όσο πιο δυνατά και γρήγορα μπορούσε, υπερνικώντας την αντίσταση, μέχρι που άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο, καθώς το χέρι του άντρα εξαρθρώθηκε από τον ώμο. Από τον τρόπο που ξαφνικά κρέμασε, ο Λόγκαν κατάλαβε ότι μάλλον είχε εξαρθρωθεί και στον αγκώνα. Ο άντρας ούρλιαξε από τον πόνο και σωριάστηκε στο έδαφος, καθώς ο Λόγκαν τον άφησε, και ετοιμάστηκε για το επόμενο στάδιο της μάχης.
Οι τρεις φίλοι, κοιτώντας με ορθάνοιχτα μάτια, έδειχναν σοκαρισμένοι από αυτό που είχε μόλις συμβεί. Ίσως τα αντριλίκια που πουλούσαν να μην έφταναν, συνήθως, τόσο μακριά. Και όμως, συνέχισαν να μένουν στη θέση τους.
Ο Λόγκαν εξεπλάγη λίγο από αυτό.
Αλλά έπειτα το είδε. Τον άντρα στ’ αριστερά. Δεν έκανε τίποτα παραπάνω από ένα μορφασμό. Ίσως μια σύσπαση μόνο. Αλλά για τον Λόγκαν ήταν αρκετό. Αρκετό για να του πει πως αυτό δεν είχε τελειώσει ακόμα. Και πως αυτός ο άντρας θα ήταν τώρα ο επόμενος στόχος του.
Αλλά καθώς ο Λόγκαν ετοιμαζόταν να ορμήσει μπροστά, κάτι αναπάντεχο συνέβη.
Πριν νιώσει οτιδήποτε, άκουσε τον ήχο. Έναν υπόκωφο γδούπο. Είχε πέσει στα γόνατα πριν τον διαπεράσει ο οξύς πόνος στο πίσω μέρος του ποδιού του. Έπειτα ήρθε κι άλλο χτύπημα. Αυτή τη φορά ο πόνος απλώθηκε στην πλάτη του.
Μέσα σε μια στιγμή, χωρίς να μπορεί να συγκρατηθεί, βρέθηκε με το πρόσωπο στο πάτωμα.
Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ο συνδυασμός του ουίσκι και ό,τι ήταν αυτό που τον είχε χτυπήσει τον ξεπερνούσε. Αντίθετα, έμεινε απλώς πεσμένος εκεί, ακούγοντας τους γδούπους που συνέχισαν να έρχονται. Νιώθοντας τον πόνο με κάθε χτύπημα, αλλά ανήμπορος να αντιδράσει. Είδε μπότες να μαζεύονται γύρω του. Τις είδε να τραβιούνται πίσω και μετά να τον κλοτσούν. Να τρα-βιούνται πίσω και να κλοτσούν. Οι γδούποι συνέχισαν να έρχονται κατά μήκος της πλάτης του.
Μια μπότα τον βρήκε στο πρόσωπο, κι ένιωσε το χείλος του να ανοίγει, το αίμα να πλημμυρίζει το στόμα του. Τα χτυπήματα συνέχισαν να έρχονται, αλλά ο Λόγκαν δεν κουνήθηκε. Δεν ήταν σίγουρος πια ότι μπορούσε. Έκλεισε τα μάτια μου, ενώ αναρωτιό¬ταν πώς είχαν πάει τόσο στραβά τα πράγματα αυτή τη φορά. Ίσως το έχανε. Ίσως δεν το είχε ξαναβρεί ποτέ, στ’ αλήθεια. Είχε μείνει πολύ καιρό εκτός δράσης. Πέντε μήνες είχαν περάσει πια από την τελευταία, μοιραία, αποστολή του. Πέντε μήνες κόλασης.
Το μυαλό του άρχισε να ξεστρατίζει, η αντίληψη των χτυπημάτων που έπεφταν σαν βροχή άρχισε να ξεθωριάζει. Πριν χάσει τις αισθήσεις του, ένιωσε την υποψία ενός χαμόγελου να σχηματίζεται αναπάντεχα στο πρόσωπό του.
Η ψυχολόγος είχε δίκιο. Ήταν εθισμένος.
Αλλά δεν ήταν εθισμένος στην πάλη. Ούτε στον πόνο –δεν ήταν μαζοχιστής. Είχαν περάσει πάρα πολλά χρόνια που ζούσε μια ζωή που δεν ήταν ζωή. Δεν ήθελε πια να είναι η μηχανή τους. Δεν μπορούσε. Αυτός ήταν ο εθισμός του –η λαχτάρα του για κάποιας μορφής κανονικότητα. Απλώς ήθελε να ζει και να αισθάνεται όπως όλοι οι άλλοι. Κάτι τέτοιες νύχτες, με μια διεστραμμένη λογική που μόνο ο ίδιος αντιλαμβανόταν, του το επέτρεπαν.
Ήθελε, απλώς, να είναι κανονικός.
Και όμως, ήξερε πως αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ.
Κεφάλαιο 2
4 Οκτωβρίου
Η αυτοκινητοπομπή προχωρούσε αργά κατά μήκος της οδού Ζορζ Πομπιντού, στις όχθες του Σηκουάνα, επιστρέφοντας προς την Αμερικανική Πρεσβεία. Τρία ολόιδια μαύρα Escalade, το ένα πίσω από το άλλο, με διπλάσιο σχεδόν βάρος από το κανονικό μοντέλο, λόγω της βαριάς θωράκισής τους. Έξι πράκτορες της Διπλωματικής Υπηρεσίας των Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκονταν στα τρία αυτοκίνητα, όλοι οπλισμένοι με πιστόλια SIG Sauer Ρ229, με γεμι¬στήρες χωρητικότητας δώδεκα βλημάτων.
Τα μέτρα προστασίας ήταν έντονα. Αλλά υπήρχε ανάγκη να είναι.
Η Διπλωματική Υπηρεσία ήταν υπεύθυνη για τη διαχείριση όλων των πρεσβειών, προξενείων και αποστολών των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Οι ειδικοί πράκτορές της ήταν, μεταξύ άλλων, υπεύθυνοι για την προστασία και ασφάλεια των Αμερικανών διπλωματών που επισκέπτονταν ξένες χώρες. Σήμερα, οι ειδικοί πρά¬κτορες που ήταν τοποθετημένοι στο Παρίσι είχαν αναλάβει την προστασία του Φρανκ Μόντενα, του ογδοηκοστού τρίτου υπουργού Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Το επίσημο επίπεδο απειλής για το ταξίδι του Μόντενα ήταν ελάχιστο, αλλά η πρεσβεία είχε επιμείνει να πάρει απαραίτητες προφυλάξεις, λόγω της υψηλού επιπέδου φύσης της επίσκεψής του. Όλοι στον κόσμο γνώριζαν το θέμα για το οποίο είχε έρθει να μιλήσει. Και σχεδόν όλοι είχαν έντονες απόψεις γι’ αυτό.
Ο Μόντενα, ένας καλοκαμωμένος άντρας με γκρίζα μαλλιά, καθόταν στο πίσω μέρος του δεύτερου Escalade, μαζί με την πολύ νεότερη βοηθό του, τη Λόρα. Η μεσημεριάτικη κίνηση ήταν πυκνή, και προχωρούσαν αργά, περνώντας μερικά από τα πιο φημισμένα αξιοθέατα του Παρισιού –της Ευρώπης.
Χωρίς αμφιβολία, ο δρόμος δίπλα στο ποτάμι από τον οποίο περνούσαν ήταν από τους πιο θεαματικούς του κόσμου, με την πλούσια ιστορία του και το εκλεκτικό μείγμα των κτιρίων του. Στην παγκόσμια πρωτεύουσα του έρωτα, ο ποταμός Σηκουάνας, και όλα όσα είχε να προσφέρει, ήταν το επίκεντρο.
Όμως ο Μόντενα δεν έβλεπε τίποτα από αυτά, βυθισμένος στις σκέψεις του για το λόγο που είχε μόλις εκφωνήσει, σε μια αίθουσα γεμάτη από αντιπροσώπους από όλο τον κόσμο. Σε γενικές γραμμές, δεν είχε πάει καθόλου άσχημα.
Ένα νεαρό ζευγάρι που περπατούσε αγκαζέ τράβηξε το βλέμμα του Μόντενα. Σταμάτησαν και αγκαλιάστηκαν. Μαζί με το σκηνικό που τους περιέβαλλε, τα εμβληματικά κτίρια και τα καταπράσινα πάρκα, έμοιαζε με σκηνή βγαλμένη από ταινία σινεφίλ. Προκάλεσε σκέψεις στο μυαλό του Μόντενα για το πώς μπορούσε να περάσει το βράδυ με τη βοηθό του, τη Λόρα. Αλλά δεν είχε σκοπό να βγει για κάποιο ρομαντικό περίπατο. Ό,τι ήθελε απόψε μπορούσε να το βρει μέσα στην πολυτελή σουίτα του ξενοδοχείου του.
Κοίταξε τη Λόρα και έπιασε το βλέμμα της. Του έστειλε ένα αχνό χαμόγελο και κοίταξε αλλού ντροπαλά. Χαζεύοντας έξω από το παράθυρο, ανέβασε τη φούστα της μια ιδέα, σαν να ήξερε ακρι¬βώς τι σκεφτόταν. Ο Μόντενα ένιωσε τα πρώτα σημάδια διέγερσης. Αλλά οι φαντασιώσεις του κόπηκαν απότομα όταν, χωρίς προειδοποίηση, ο οδηγός πάτησε φρένο και το όχημα σταμάτησε απότομα. Ο Μόντενα τινάχτηκε μπροστά, ενώ η ζώνη του τον συγκράτησε και τον επανέφερε στη θέση του.
«Χριστέ μου, Μπρίτζες!» φώναξε ο Μόντενα στον οδηγό. «Τι διάβολο ήταν αυτό;»
«Συγγνώμη, κύριε. Το μπροστινό αυτοκίνητο σταμάτησε ξαφνικά. Φαίνεται ότι έχει γίνει ένα ατύχημα κάπου μπροστά μας».
Ο Μόντενα έκανε έναν αποδοκιμαστικό ήχο και έτριψε το πίσω μέρος του λαιμού του. Δεν είχε πάρει από καθόλου καλό μάτι τον Μπρίτζες. Ο τύπος μετά βίας φαινόταν αρκετά μεγάλος για να οδηγεί, πόσω μάλλον για να είναι μυστικός πράκτορας. Ήταν ψηλός και ξανθός, όλο πετσί και κόκαλα. Δε θα τον έλεγες ακριβώς απειλητική παρουσία. Από πού τα έβρισκαν αυτά τα παιδιά;
Ο Μόντενα συνέχισε να τρίβει το σβέρκο του. Είχε έναν τραυματισμό στον αυχένα, από ένα προηγούμενο τροχαίο ατύχημα. Ακόμα και έπειτα από έξι χρόνια, κάθε απότομη κίνηση προκαλούσε πόνο στο πάνω μέρος της σπονδυλικής του στήλης.
«Συγγνώμη, κύριε», είπε ξανά ο Μπρίτζες.
«Εντάξει», είπε ο Μόντενα απρόθυμα. Έσκυψε το κεφάλι του στο χώρισμα ανάμεσα στα δύο μπροστινά καθίσματα, ώστε να δει μέσα από το παρμπρίζ. Αλλά δεν μπορούσε να δει τι συνέβαινε μπροστά. Είχαν σταματήσει λίγα μόλις εκατοστά από το πρώτο αυτοκίνητο της αυτοκινητοπομπής, που τώρα έφραζε τη θέα. «Τι νομίζετε πως είναι το πρόβλημα;»
«Δεν μπορώ να δω πολλά», είπε ο Κάρλσον, ο πράκτορας που ήταν επικεφαλής και καθόταν δίπλα στον Μπρίτζες. «Αλλά υπάρχουν μερικά φώτα που αναβοσβήνουν μπροστά, και ο Ρόμπερτς μόλις κάλεσε και είπε ότι έγινε ένα τρακάρισμα στην Πλας ντε λα Κονκόρντ».
Ο Κάρλσον είχε ό,τι έλειπε από τον Μπρίτζες. Πρώην στρατιωτικός, ήταν γεροδεμένος, με ρυτίδες στο μέτωπο και σμιλεμένο πρόσωπο. Έμοιαζε αποφασισμένος και έμοιαζε να έχει δει τα πάντα. Ο Μόντενα τον είχε συμπαθήσει αμέσως. Πιθανότατα, επειδή ήταν το είδος του άντρα που θα ήθελε να είναι και ο Μόντενα, και όχι ο γραφειοκράτης που ήταν στην πραγματικότητα.
Ο Μόντενα άκουσε σειρήνες από πίσω. Στράφηκε να κοιτάξει από το πίσω παράθυρο, και είδε ένα ασθενοφόρο να προσπαθεί να περάσει. Αλλά η κίνηση ήταν πολύ πυκνή, και τα αυτοκίνητα αγωνίζονταν για να του κάνουν χώρο να περάσει.
Αργά, τα αυτοκίνητα μπροστά άρχισαν να τραβιούνται στο πλάι. Όταν το πρώτο Escalade είχε στριμωχτεί μπροστά, ο Μπρίτζες έκανε το ίδιο, και ανέβηκε στο πεζοδρόμιο για να αφήσει το ασθενοφόρο να περάσει.
Το ασθενοφόρο σταμάτησε ξανά, ακριβώς μετά το μπροστινό Escalade. Ο Μόντενα συμπέρανε πως τα αυτοκίνητα πιο πέρα μπλοκάριζαν ακόμα το δρόμο.
«Ηλίθιοι», μουρμούρισε ο Μπρίτζες. «Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν το πιο απλό, και να τραβηχτούν ώστε να περάσει». Ο Κάρλσον ξεφύσησε συμφωνώντας.
Δύο μοτοσικλέτες της αστυνομίας έφτασαν πίσω από το ασθενοφόρο και κόλλησαν κι αυτές. Ο Μόντενα έσκυψε μπροστά στο κάθισμά του για να δει καλύτερα. Το ασθενοφόρο βρισκόταν ακόμα αμέσως μετά το πρώτο Escalade, με το φάρο και τις σειρήνες του σε λειτουργία. Οι μοτοσικλέτες είχαν σταματήσει, η μία πίσω από την άλλη, ακριβώς έξω από το παράθυρο του Μόντενα.
Έπειτα από μερικά λεπτά, οι πίσω πόρτες του ασθενοφόρου άνοιξαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου